Πορφυρίων'

Πορφυρίων'
Πορφυρίωνα , Πορφυρίων
purple coot
masc acc sg
Πορφυρίωνι , Πορφυρίων
purple coot
masc dat sg
Πορφυρίωνε , Πορφυρίων
purple coot
masc nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πορφυρίων' — πορφυρίωνα , πορφυρίων purple coot masc acc sg πορφυρίωνι , πορφυρίων purple coot masc dat sg πορφυρίωνε , πορφυρίων purple coot masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πορφυρίων — Πορφύριος masc gen pl Πορφυρίων purple coot masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρίων — πορφύριον purple dyed stuff neut gen pl πορφῠρίων , πορφύρω heaves fut part act masc nom sg (doric) πορφυρέω pres part act masc nom sg (doric) πορφυρίων purple coot masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρίων — Όνομα 2 μυθολογικών προσώπων. 1. Γίγαντας, γιος της Γης και του Ουρανού. Για να τον εξοντώσει ο Δίας, τον έκανε να ερωτευτεί την Ήρα και, τη στιγμή που επιχειρούσε να τη βιάσει, τού εξαπόλυσε κεραυνό. Την ίδια στιγμή ο Ηρακλής τον σκότωνε με το… …   Dictionary of Greek

  • Πορφυρίωνα — Πορφυρίων purple coot masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρίωνα — πορφυρίων purple coot masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πορφυρίωνας — Πορφυρίων purple coot masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρίωνας — πορφυρίων purple coot masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πορφυρίωνες — Πορφυρίων purple coot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρίωνες — πορφυρίων purple coot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”